Αμοργός
Ιστορίες
Ήρτε το Κιουρανιό και μου μίλησε τ´αμάνημα, σκοτεινά ακόμα, το άστρο ντης αυγής ακόμα δεν είχε βασιλεψη, ξέσκολα πια, ο Μάης έχει μπει για τα καλα, και πολλές οι δουλειές, πρώτη δουλειά το πρωί με την απαλάδα, να μπω πα στο σόχωρο να κόψω ένα χτί μαέρεμα, γιατί με το που βγενεν ο ήλιος ηπήρωνε και εν ηπιάνουντο,
Πριν αρχίσει να βγαίνει ο ήλιος πρέπει να βρίσκομαι στους ποροτόπους να περαιτέψω τα μαρτίνικα, να τα ποτίσω, και να τα σταλήσω, μετά,αφού αρμεξω πρέπει να φέρω γρήγορα το γάλα στο τυροκομιό για να μην κόψη με την ζέστη, και να πυξω και έναν αρμεό για αξύαλο, ογλήγορα πριν πυρωσει η μέρα πρέπει να φέρω και τα βούδια από το πασπάρι και τους γαδάρους από τα γλεντιά να τα ποτίσω και να τα σταλήσω.
Αφού γυρίσω πια στο σπίτι ο ήλιος έχει ανεβεί μια οριά και ειναι ώρα να πιάσω μια μπουκιά ψωμί, ένα θρουλί τύρι, και μια ολιά κρασί να ξενηστικοθώ, μετά όλο και κάποιος γείτονας θα περάση να κάμωμε ενα καπνό στη πανκάδα και να πούμε τα νέα της ημέρας.
Η ώρα όμως περνά και οι δουλειές τρέχουνε, είναι ώρα να ετοιμάσω το αλώνι και να μπετάσω το μαέρεμα που κουβάλησα χτες, θέρμη σήμερα και θα κόβγη το αλώνι ,πρέπει και να στοιβάξω δεμάτια με ασπάρτους στον αντράλικα του βοριά για να πυρώνη καλύτερα ,πρέπει και να ετοιμάσω τα στομούχια, τα ζέματα, και την χεζού γιατί μεσημεριασε πια και είναι ώρα να ζέψωμε, να φωνάξω το Κιουρανιό με την Μαριωρή να φερωμε τα χτίματα κοντά και να με βοηθήσουνε να ζέψωμε.
Πάντα για φαλλό στο αλώνη βάζω τον Μπισμπιρίκο, μετά την Αστρουλίνα και την Καππαριά, μετά την ασπρογαδάρα και στον αντράλικα την κιναρίκα.
Μιχάλης Οικονομίδης
Η Αμοργός είναι κυκλαδίτικο νησί του Αιγαίου Πελάγους. Πήρε το όνομά της από το φυτό αμοργίς, ένα είδος λιναριού από το οποίο φτιάχνονταν οι «άλικοι αμοργίδες», χιτώνες της Αμοργού. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο των Κυκλάδων, νοτιοανατολικά της Νάξου και σε απόσταση 136 ναυτικών μιλίων από τον Πειραιά.
Ευαγγελία
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.
Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.
Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.
Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Τρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.
Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη…
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό φεγγάρι.
Υπάρχει μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα παπούτσια τους.
Γιατί τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα ‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς χρονογράφους.
O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’ Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
«Αμοργός», Νίκου Γκάτσου
Τα παλιά χρόνια, την εποχή της Τουρκοκρατίας, στα νησιά του Αιγαίου υπήρχαν καραβοκύρηδες, που είχαν στην κατοχή τους μεγάλα καΐκια και ασχολούνταν με το εμπόριο. Πολλοί απ’αυτούς, επειδή τα νησιά τους ήταν μικρά και φτωχά, αναγκάζονταν να ασχοληθούν με την πειρατεία για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Παράλληλα, κλέβοντας και καταστρέφοντας τουρκικά πλοία, συνέβαλλαν στον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία.
Έτσι και στην Αμοργό υπήρχαν πολλοί πειρατές και καραβοκύρηδες. Πολλές ιστορίες σχετικές υπάρχουν καταγεγραμμένες.
Μια φορά, για παράδειγμα, ένα αμοργιανό καράβι επέστρεφε από την Μικρά Ασία. Ξάφνου, είδε ένα τουρκικό καΐκι. Αμέσως, το λήστεψαν, σκότωσαν τους άντρες που υπήρχαν μέσα και τον πιο γέρο τον έριξαν στη θάλασσα και τον κορόιδευαν.
Όλοι πίστευαν πως δε θα ζήσει, μα εκείνος ξεβράστηκε σε ένα νησί. Εκεί, τον βρήκαν οι περαστικοί κι εκείνος πήγε και κατήγγειλε αυτούς που του είχαν κάνει κακό στις τουρκικές Αρχές.
Οι πειρατές, χωρίς να το ξέρουν, μια μέρα πήγαν σε ένα πανηγύρι και πιωμένοι όπως ήταν, θυμήθηκαν την ιστορία με τον γέρο και φώναζαν δυνατά τις κοροϊδίες που του είχαν πει. Οι Τούρκοι, όμως, που ήταν εκεί, τους άκουσαν και τους αναγνώρισαν. Τότε, ένας χωρικός έτρεξε και ειδοποίησε τους πειρατές ότι οι Τούρκοι τους ψάχνουν κι έτσι εκείνοι έτρεξαν γρήγορα και κρύφτηκαν στα βουνά.
Οι μέρες περνούσαν και οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα ίχνος τους. Έτσι, σκέφτηκαν να κάτσουν στα σπίτια τους για όσες μέρες χρειαζόταν και να τους περιμένουν.
Μια μέρα, οι πειρατές ρώτησαν έναν βοσκό που έβοσκε τα πρόβατά του, τι γινόταν κάτω στο χωριό. Εκείνος τους απάντησε πως οι Τούρκοι έχουν κάτσει μέσα στα δικά τους σπίτια, βασανίζουν τις οικογένειές τους και τους περιμένουν.
Έτσι, οι πειρατές για να σταματήσει το κακό, παραδόθηκαν και τους έκλεισαν στη φυλακή. Όλοι πέθαναν στη φυλακή, εκτός από τον πιο νέο, ο οποίος, όταν απελευθερώθηκε, γύρισε στο νησί του πολύ γέρος πια.
Σοφία
Στη Κάτω Μεριά Αμοργού κυριαρχεί το αγροτικό στοιχείο του νησιού με τα διάσπαρτα χωριά. Μετά τον Άη Γιώργη τον Βαλσαμίτη, θα συναντήσετε το Σταυρό και τον πρωιστορικό οικισμό της Μαρκιανής. Γρήγορα θα αντιληφθείτε μια αλλαγή σκηνικού τοπίου με κύριες ασχολίες των κατοίκων την αλιεία, την γεωργία και την κτηνοτροφία, και περιορισμένες επιλογές διασκέδασης.
Tο Καμάρι είναι ο πρώτος αραιοκατοικημένος οικισμός, η παραλία Μούρος ακολουθεί, με το χωριό Βρούτση να έπεται αμέσως μετά. Στο Βρούτση θα παρατηρήσετε τον παλιό ανεμόμυλο στη κορυφή του λόφου του χωριού. Το χωριό απέχει σχεδόν 10 χιλιόμετρα της Χώρας. Ονομάστηκε έτσι από έναν ομώνυμο Βυζαντινό αξιωματούχο που εξορίστηκε και έζησε για κάποιο διάστημα εκεί.
Συνεχίζοντας, συναντάτε την Αρκεσίνη (μια εκ των αρχαιότερων πόλεων του νησιού, 13 χιλιόμετρα της Χώρας) που απλώνεται στο κάμπο και τον ιερό ναό του Αγίου Ονουφρίου. Αντικριστά θα συναντήσετε το συνοικισμό της Ραχούλας, για να φθάσετε τελικώς στη Κολοφάνα. Το χωριό αυτό πήρε το όνομά του από το βασιλιά Κολοφώνα.
Έλιαν
Τα παλαιότερα χρόνια, δεν υπήρχαν δρόμοι. Έτσι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα μονοπάτια και τα γαιδούρια για να μετακινηθούν. Τα παιδιά περπατούσαν για να πάνε σχολείο και η διαδρομή ήταν 4 ώρες. Γι αυτό τον λόγο, πήγαιναν σχολείο την Δευτέρα και γυρνούσαν την Παρασκευή!
Ισηδώρα Γιαννακοπούλου
Τα παλιά χρόνια στην Αρκεσίνη ήταν μια μεγάλη πόλη με δικό της βασιλιά. Κάποτε βασίλευε σ’ αυτήν ένας βασιλιάς με γάλος και τρανός που είχε μια όμορφη, μα πολύ όμορφη, κόρη. Την βασιλοπούλα την θαύμαζαν για την ομορφιά και την καλοσύνη όλοι. Πιο πολύ όμως την θαύμαζαν τρία βασιλόπουλα που ήταν αδέλφια. Η μοίρα το ήθελε να την αγαπήσουν και τα τρία πολύ και να θέλουν να την κάνουν γυναίκα τους! Πολύ τα συμπάθησε η όμορφη βασιλοπούλα τα τρία αδέρφια. Πολύ το ήθελε να κάνει ένα απ’ αυτά άνδρα της. Ποιόν όμως από τους τρεις να διαλέξει; Τους είπε λοιπόν: «Όποιος χτίσει γρηγορότε ρα ένα γερό πύργο, αυτός θα γίνει άνδρας μου.» Τα βασιλόπου λα δέχτηκαν μετά χαράς και άρχισαν αμέσως τη δουλειά. Το πρώτο έχτισε τον Πύργο του στην τοποθεσία που σήμερα, απ’ αυτόν τον λόγο, λέγεται Πυργί. Το δεύτερο έχτισε τον δικό του Πύργο εκεί που βρίσκονται σήμερα τα ερείπια του Πύργου του Γιαννούλη (πήρε το όνομά του ο Πύργος από το όνομα του βασιλόπουλου). Το τρίτο έστησε Πύργο μεγάλο και τρανό στην τοποθεσία, που από την εκκλησία που υπάρχει εκεί λέγεται σή μερα «Αγία Τριάδα». Και οι τρεις Πύργοι που χτίστηκαν ήταν ωραίοι. Πιο ωραίος και πιο μεγάλος όμως ήταν ο Πύργος που έχτισε το μικρότερο βασιλόπουλο, που λεγόταν Βασίλης. Αυτός ο Πύργος χτίστηκε και πιο γρήγορα. Το μικρότερο λοιπόν βασιλόπουλο νίκησε κι αυτό θα έπαιρνε για γυναίκα του την όμορφη βασιλοπούλα. Δεν ήταν όμως τυχερό να γίνει αυτό! Τα άλλα δυο αδέλφια φθόνησαν τον μικρότερο αδελφό τους για την επιτυχία του. Και ο φθόνος τους έκανε να ξεχάσουν πως βύζαξαν μιας μάνας το γάλα, πως κυλούσε στις φλέβες του το ίδιο αίμα, και τον σκότωσαν. Μεγάλο κακό έγινε τότε στην πολιτεία!
Τα δυο αδέλφια μετάνιωσαν πικρά γι’ αυτό που έκαναν. Έκλαψαν πολύ. Χτυπήθηκαν. Το κακό όμως έγινε και δε διορθωνόταν πια! Η όμορφη βασιλοπούλα κλείστηκε στο παλάτι μαραζωμένη.
Τα δυο βασιλόπουλα έφυγαν για ξένους τόπους!
Το μέρος που σκοτώθηκε το βασιλόπουλο πήρε το όνομα «Βασίλης”. Αυτό δε το όνομα έχει ακόμα μέχρι σήμερα. Στο μέρος που χύθηκε το αίμα του μυρίζει και σήμερα σαν βασιλικός. Για να νιώσεις όμως, σαν περνάς από κει αυτή τη μυρωδιά, πρέπει να μη την σκέφτεσαι αυτή την ιστορία. Ακόμη λέγεται πως μια πέτρα που βρίσκεται σ’ εκείνο το μέρος και που έχει αυλάκια, αυλακώθηκε από το αίμα του βασιλόπουλου, που έτρεξε πάνω της, γιατί ακριβώς στο μέρος που στέκει αυτή η πέτρα τον σκότωσαν.
Ο Πύργος της Αγίας Τριάδος λεγόταν πριν χτιστεί η εκκλησία, πύργος του Βασίλη.
Ευδοκία
Λένε πως τα χρόνια της εικονομαχίας και μάλιστα στις αρχές Αυτής εκεί στα παράλια της Μικράς Ασίας στα σοβαρά ζούσε μία μεγάλη αρχόντισσα η χήρα Ειρήνη Μαλαλά που ήταν γυναίκα πολύ ευσεβείς και ενάρετη. Και είχε η γυναίκα αυτή ένα γιο τον Χριστόφορο που υπηρετούσε στον αυτοκρατορικό στρατό σαν αξιωματικός με το βαθμό του εκατόνταρχου. Και αυτός ήταν Γενναίος ευσεβής και ευγενικός. Όλοι δε, από τον αυτοκράτορα μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, τον εκτιμούσαν πολύ και τον αγαπούσαν για τις ικανότητες και τη λεβεντιά του .Επίσης και την καλοσύνη του. Η καλή αυτή λοιπόν χριστιανη είχες το Αρχοντικό της μία από τις θαυματουργές εικόνες της Παναγίας που είχε ιστόρησει Ι ευαγγελιστής Λουκάς. Και ακοίμητο καντήλι έκαιγε μπροστά της από ευλάβεια αλλά και σαν ευχαριστία για την προστασία που παρείχε σε μητέρα και παιδί. Λένε πως πολλές φορές παρουσιαζόταν στον ύπνο της αρχόντισσας η Παναγία. Αλλά αυτό που της είπε μία νυχτιά που και πάλι παρουσιάστηκε μπροστά της την έφερε σε μεγάλη συλλογή.
– αύριο της είπε η παναγία θα έρθει στο σπίτι σου Ο γιος σου και αυτό που θα σου πει χωρίς αντίρρηση να το κάνεις.
Σκεφτόταν Λοιπόν η καλή γυναίκα γιατί θα έρθει το παιδί της Έτσι ξαφνικά την Κωνσταντινούπολη; τι είναι εκείνο το σπουδαίο που θα της πει; τι είναι εκείνο που πρέπει να κάνει και που είναι επιθυμία της μεγαλόχαρης;
Και πραγματικά την άλλη μέρα να τος ο γιος της από την πόλη. Ωραίος Λεβέντης επάνω στα γρήγορα λόγω του αυτού που τον έφερε Από τόσο μακριά. Και η μητέρα συγκινημένη Περίμενε να βγει από το στόμα του εκείνο για το οποίο της φανερώθηκε η Παναγία. Ότι άλλο περίμενε όμως να ακούσει παρά αυτό που άκουσε και που βουβή την άφησε.
– ήρθα μητέρα της είπε έπειτα από τη θεία Έμπνευση για να σου πω κάτι που θα σε στεναχωρήσει πολύ αλλά εκεί που θα πρέπει να γίνει.
Ο αυτοκράτορας Λέων ο ίσαυρος έχει πληροφορίες για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που έχουμε και τιμούμε στο σπίτι μας.
Και έδωσε εντολή να έρθουν οι στρατιώτες να την πάρουν και να την καταστρέψουν. Πρέπει λοιπόν να τους πω φτάσουμε Και πρέπει αμέσως να πάρεις την εικόνα και να την πας να την πετάξει στη θάλασσα για να σωθεί από τη βεβήλωση και την καταστροφή.
Για αυτό βιάστηκαν να έρθω αυτή η μανία τους το κυνηγητό των εικόνων μπορεί να τους κάνει και το σπίτι ακόμα να πυρπολήσουν.
Ναι! Άφωνη έμεινε η αρχόντισσα η ευσεβής, αλλά η θύμηση του ονείρου που της φανερώθηκε η Παναγία την έκανε να συνέλθει και να πει στο παιδί της.
– Χριστόφορε το ήξερα ότι σήμερα θα ερχόσουνα στο σπίτι και ότι θα μου έφερνες κάποιο μήνυμα το οποίο θα έπρεπε να εκτελέσω. Όμως ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πως το μήνυμα αυτό ήταν για την εικόνα της Παναγίας που τόσο τιμούμε και τόσο μας προστατεύει!
Τη χάρη της τις παρακαλώ να με φωτίσει!
Και τη φωτίσει η Παναγία και την πήρε την εικόνα βαθιά συγκινημένη η Αρχόντισσα και κατέβηκε κρυφά στην παραλία να την αφήσει να πέσει στη θάλασσα.
Δάκρυα θερμά έτρεχαν από τα μάτια της Το κορμί της όλο έτρεμε και τα χείλη της ψιθύριζαν προσευχή για να πάει ο Θεός την εικόνα εκεί που πρέπει.
Και την πήγε εκεί που έπρεπε την εικόνα την Αγία το κύμα που το χέρι του Θεού το οδηγούσε. Την πήγε στην Ακροθαλασσιά ενός δικτύου που οι κάτοικοι του ήταν γνωστοί για την ευσέβεια τους.
Την πήγε στις ακτές που οι νότιες πλαγιές του βουνού Προφήτης Ηλίας στο νησί Αμοργός δημιουργούν έκταση κατεχόμενες μέχρι τη θάλασσα.
Και οι ευλαβείς νησιώτες οι οποίοι ειδοποιήθηκαν από τον συγχωριανό τους που πρώτος τη βρήκε οδηγούμενος από το λαμπερό φως εκεί στο δαιμόνιο τόπο με πομπή τη μεταφέρανε στο χωριό την εναπόθεση στην Εκκλησία της κυράς-Λεούσας, όπου έμεινε Μέχρι που η αμοργιανοί χτύπησαν το σπίτι της στο μέρος που τους υπέδειξε η ίδια η Παναγία μεταφέροντας εκεί στον απότομο Βράχο, κατά τρόπο θαυμαστό, το ζεμπιλι με τα εργαλεία την μαστόρων, οι οποίοι είχαν αρχίσει να χτίζουν την εκκλησία στην ακτές όπου βρέθηκε η εικόνα. Έτσι λοιπόν χτίστηκε το <<μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας>> του γνωστού στους αιγαιοπελαγίτες της παλιάς εποχής σαν το μοναστήρι της <<Παναγίας της κυνηγημένης>>
Κοραλία
Την εποχή της εικονομαχιας στη Μ. Ασία, ζουσε μια γυναίκα χριστιανη που ειχε ενα γυιο στρατιωτικό.
Επειδή φοβήθηκε να μην πάρει ο στρατός και καταστρέψει την αγαπημένη εικόνα της Παναγίας, κρυφα ένα βράδυ, έβαλε μεσα σε ένα μικρό βαρκάκι, την εικόνα, ενα σημείωμα με την ιστορία της και ενα αναμμένο καντηλακι.
Το βαρκακι έφτασε με αναμμένο το καντήλι μέρα και νύχτα σε μια παραλία της Αμοργού.
Οι ντόπιοι βοσκοί και οι ψαράδες που έβλεπαν από μακριά ένα μικρό βαρκάκι με φως το βράδυ, φοβόταν να πάνε κοντά.
Μετά από τρεις μέρες, πήγαν με βάρκα. Βρήκαν την εικόνα της Παναγίας, το καντήλι και το σημείωμα που έγραφε ότι η εικόνα ονομάζεται Χοζοβιωτισσα.
Μόλις έγινε γνωστό, όλοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να χτίσουν ένα μοναστήρι πάνω από την παραλία που βρέθηκε η εικόνα.
Το βαρκάκι υπάρχει στο μουσείο της Ιεράς Μονής Παναγίας Χοζοβιωτισσης. Η Παναγία κάνει πολλά θαύματα και είναι η πολιούχος της Αμοργού.
Αμοργος, 24 Μαρτίου 2022.
Πρασίνου Γεωργία.
Ε Δημοτικού.
Πειρατές άραξαν στα Παραδείσια και σκορπίστηκαν για να ληστέψουν . Πήγαν στην Κάτω Μεριά στην Κολοφάνα, αλλά οι κάτοικοι που είχαν ειδοποιηθεί κρύφτηκαν. Οι άντρες έστησαν καρτέρι στους πειρατές και παρόλο που αυτοί είχαν ανάψει φωτιές για να έρθουν να τους πάρουν με τις βάρκες , οι Αμοργιανοί τους επιτέθηκαν και σκότωσαν τους περισσότερους , μόνο λίγοι κατόρθωσαν να γλιτώσουν πέφτοντας στην θάλασσα.
Δυο πειρατές όμως κρύφτηκαν σε μια σπηλιά και το πρωί κατεβαίνοντας στον Όρμο του Κάτω Κάμπου βρήκαν δύο γυναίκες και τις πήραν αιχμάλωτες μαζί τους. Στον Κάβο του Τρούλλα είδαν το πλοίο τους να κόβει βόλτεςανοιχτά ,τους έκαναν σινιάλο με φωτιές και ήρθε μια βάρκα και τους πήρε μαζί και με τις δυα γυναίκες. Η μια είχε μαζί της το μωρό της. Οι γυναίκες φτάνοντας στον Κάβο Βούλγαρη της Κέρου έκλαιγαν απαρηγόρητες που έφευγαν μακριά από το νησί και τους δικούς τους.Οι πειρατές για να διασκεδάσουν έβαλαν τις γυναίκες να τραγουδήσουν με το ζόρι
Ο καπετάνιος του πειρατικού λυπήθηκε τον πόνο της δεύτερης γυναίκας και τις άφησε ελεύθερες στον Κάβο του Τρούλλη.
Αργυρώ
Το σπίτι της γιαγιάς μου είναι σχεδόν διακοσίων ετών.
Το σπίτι της γιαγιάς μου είναι σχεδόν διακοσίων ετών.
Ζούσε η γιαγιά της, η μαμά της και η ίδια. Είναι πέτρινο και η σάλα είναι μεγάλη, γιατί μαζευόντουσαν πολλοί άνθρωποι και κάνανε πολλά γλέντια. Ο πατέρας της έπαιζε λαούτο.
Χόρευαν μέχρι το πρωί. Είχαν πολλά, ωραία φαγητά και μεζέδες.
Έστηναν στο λεπτό γλέντι.
#Αμοργός
Έμπνευση της ψηφιακής παρουσίασης των φωτογραφιών στο νησί της Αμοργού αποτέλεσε η έννοια του κύκλου που αν και δεν υπήρξε η δυνατότητα δια ζώσης παρουσίασης η σύνδεση παρέμεινε δυνατή και ο κύκλος μας ακλόνητος.
Η Αμοργός αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό αυτού του ταξιδιού/ σεμιναρίου ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ, το κλεισιμο του κύκλου. Με την Παναγιά την Χοζοβιώτισσα, πειρατές στα παραδείσια, αμοργιανά γλέντια και οδοιπορικά με γαϊδουράκια για να πάμε στο σχολείο,τον πύργο της Αγίας Τριάδας , ξενύχτι σε ένα παλιό σπίτι στη Κάτω Μεριά, βόλτα στη μαγική σπηλιά στο Μούρο ,την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, την παραδοσιακή φορεσιά του νησιού και το λουλούδι από το οποίο πήρε το όνομά του η Αμοργός έκλεισε ο κύκλος μας , αφιερωμένος στο κυκλικό γεωγραφικό σχήμα των κυκλάδων. Ενας κύκλος εικόνων, ανθρώπων ,ιστοριών, τόπων και τρόπων που διαμορφώνουν εμάς και ταυτότητα μας.