Μύκονος
Ιστορίες
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας μάγος ονόματι Άλφρεντ. Με τα μαγικά του είχε δημιουργήσει ένα σπίτι μαγικό. Λειτουργούσε με έναν πολύ παράξενο τρόπο. Όποιο μέρος σκεφτόταν ο μάγος εκεί εμφανιζόταν. Μια μέρα είδε ένα πάρα πολύ παράξενο όνειρο, πως βρισκόταν κρεμασμένος με το σπίτι του από ένα κλαδί. Από κάτω του βρισκόταν απεριόριστη λάβα. Όταν ξύπνησε βρισκόταν σε εκείνο το μέρος. Τρομαγμένος σκέφτηκε γρήγορα πως βρισκόταν σε μια πεδιάδα και κατευθείαν εμφανίστηκε εκεί. Αυτό το σπίτι, είχε αρχίσει να του δημιουργεί μπελάδες. Εκτός του ότι εμφανιζόταν σε πολύ περίεργα μέρη, μια μέρα εμφανίστηκε στο παλάτι ενός σουλτάνου. Μόλις τον είδαν, μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει. Στο τέλος αποφάσισε να φτιάξει ένα ξόρκι για να βγάλει αυτή τη λειτουργία από το σπίτι του. Έτσι έγινε και έζησε μια χαρά χωρίς άγχος.
Νικόλας
07/04/2020
Σύμφωνα με το Μυκονιάτικο γλωσσάρι, στο βιβλίο ΄Ορτσ’αλά Μπάντα, του Παναγιώτη Κουσαθανά, εκδ. Ίνδικτος, οι Γιαλούδες είναι “νύφες του γιαλού, ξωθιές, νεράιδες, βγαίνουν συνήθως μεσημέρι του καλοκαιριού, κυρίως σε παραθαλάσσια μέρη, και πιάνουν στο χορό τους περαστικούς (πρβλ .την αρχαία Γιλλώ)”. Επίσης, σημαίνουν “τις ξαφνικές ριπές του αγέρα (σβιλάδες), που συμπαρασύρουν ό,τι βρεθεί στο δρόμο τους”. Ό,τι ακριβώς έκαναν, δηλαδή, και οι Γιαλούδες με όποιον άντρα τύχαινε να βρεθεί στο διάβα τους. Στη Μύκονο, λέγεται ότι έστηναν καρτέρι στην περιοχή της Ρουσουνάρας, πάνω από τη Μεγάλη Άμμο.
Η μυκονιάτικη λαογραφία περιλαμβάνει πολλές ιστορίες με θρύλους και παραμυθικά στοιχεία όπως οι Βουρβουλάκοι, το Μισοκωλάκι, το Καπετανάκι της Μεγάλης Άμμου (Βίδας).
Στο βιβλίο του Νίκου Πολίτη, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, βρίσκουμε για τις Γιαλούδες της Μυκόνου:
“ Σε μια ρεματιά που λέγεται Ρουσουνάρα, κοντά στη χώρα πλένουν όλη τη μέρα οι Γιαλούδες. Είναι νέες ασπροφόρες και πολλές γυναίκες τις είδαν να πλένουν και να απλώνουν τα ρούχα των στον ήλιο να τα στεγνώσουν. Και σ’ άλλα μέρη της Μυκόνου, κοντά σε στέρνες ή σε ρέματα, είδαν πολλές το καλοκαίρι τις Γιαλούδες να πλένουν. Μα άμα τις ιδεί καμιά, αμέσως αφανίζονται.
Καμιά φορά το καλοκαίρι, όταν κάνει πολλή ζέστη και δεν σείεται φύλλο, σηκώνεται ένας ανεμοστρόβιλος που συνεπαίρνει φύλλα και αγκάθια κι ό,τι βρει μπροστά του. Και η ζέστη γίνεται μεγαλύτερη, που πολλών φουσκαλιάζουν απ΄αυτή τα χέρια ή ό,τι άλλο μέρος του σώματός των είναι γυμνό. Όποιος, λοιπόν, βγάζει φούσκες λέει πως οι Γιαλούδες τον πιάσανε, και του δίνουν αγιασμό και του κάνουν ευκέλαιο, για να γιατρευτεί. Σ’ εκείνο τον ανεμοστρόφιλα ή ύστερα από αυτόν είναι που φαίνονται οι Γιαλούδες.”
Κατά τα θρυλούμενα, έστηναν καρτέρι στα σταυροδρόμια και μόλις περνούσε κάποιος άντρας τον παρέσυραν σε ξέφρενο χορό, μέχρι αυτός να χάσει τις αισθήσεις του και μετά χάνονταν στα βάθη της θάλασσας, όπου ζούσαν.
Αν όμως ένας άντρας κατάφερνε να αρπάξει το μαντήλι μιας Γιαλούδας, την παντρευότανε και την έκανε δική του για πάντα. Αν έκαιγε το μαντήλι της, αυτή θα έμενε για πάντα στη στεριά, αλλά μπορεί να πέθαινε από τη στενοχώρια της. Έτσι, ο άντρας της το έκρυβε βαθιά σε μια σπηλιά.
Κάποτε στη Μύκονο λοιπόν…
Μια φορά ένας νέος κατάφερε και έκλεψε το μαντήλι μιας νεράιδας του Γιαλού, την παντρεύτηκε, έκαναν δύο πανέμορφα και πανέξυπνα παιδιά, <γιαλουδόπαιδα> τα έλεγαν τα παιδιά τους, γιατί ήταν χαρισματικά, και όλα πήγαιναν καλά.
Μετά από κάμποσο καιρό, όμως, η Γιαλούδα άρχισε να μαραζώνει, να μη θέλει να βγει έξω, να χορέψει σε γλέντια και γάμους, να μη θέλει να βάλει όμορφα ρούχα… Ο άντρας κατάλαβε ότι της έλειπαν οι άλλες νεράιδες, η θάλασσα και η παλιά της ζωή. Προτιμούσε να τη χάσει, παρά να τη δει να πεθαίνει από το μαράζι. Έτσι της έδωσε πίσω το μαντήλι της και αυτή αμέσως χάθηκε μέσα στα νερά της θάλασσας.
Κανείς δεν την ξανάδε ποτέ… Κάθε νύχτα, όμως, γλυστρούσε κρυφά μέσα στο σπίτι της, το συγύριζε, έκανε όλες τις δουλειές, μαγείρευε και πριν να ξημερώσει και ξυπνήσουν και την δουν, χάιδευε και φιλούσε τον άντρα και τα παιδιά της, και αυτά χαμογελούσαν μέσα στον ύπνο τους… Κι έτσι δεν τους έλειπε η μαμά τους, ποτέ…
Γιάννης Ζουγανέλης
2020
Η Αγάπη και ο Πόλεμος λένε ωραίες ιστορίες. Αλλά τις λένε βιαστικά, λαχανιασμένα. Εγώ μόνο, η Πέτρα, λέω τις ιστορίες καλά και σωστά, όπως πρέπει να τις λέει κανείς. Και οι δικές μου ιστορίες είναι για πάντα. Σε μια χώρα που μοιάζει πέτρα σκαλωμένη στα κύματα, η πέτρα έχει παίξει κεντρικούς και πρώτους ρόλους ήδη από τα βάθη του χρόνου. Πέτρες πέταξαν πίσω από τις πλάτες τους ο Δευκαλίωνας και η Πυρρά για να ξαναπλάσουν το γένος των ανθρώπων μετά τον κατακλυσμό. Την πέτρα κάρφωσε με το δόρυ της η Αθηνά Παλλάδα για να τιναχτεί από μέσα η ελιά – και η Ιστορία της Κλασικής Αθήνας. Σ’ αυτόν τον τόπο υπάρχουν μαρμαρωμένοι βασιλιάδες και μαρμαρωμένες πεντάμορφες. Μαρμαρένια αλώνια και πέτρες που ανοίγουν. Οι πέτρες εδώ έχουν μιλιά, τραγουδάνε. Και οι άνθρωποι τις ακούμε και καμιά φορά τις τραγουδάμε κι εμείς. Ακόμα κι όταν φεύγουμε από τον τόπο μας και σκορπάμε σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου, κάτω από μια πέτρα κρυβόμαστε: γι’ αυτό κι όποια πέτρα κι αν σηκώσει κανείς, έναν από μας θα βρει.
Στις δεκαετίες του 40 και 50 οι κοπέλες ύφαιναν στον αργαλειό πράγματα για την οικογένειά τους. Όμως το 1960 ήρθε στο νησί ο τουρισμός, έτσι ύφαιναν κουρελούδες, κουβέρτες κ. α.. Μετά τα έδιναν στα μικρά μαγαζιά του νησιού και εκείνα τις πλήρωναν.
Την ίδια χρονιά το νησί επισκέφτηκαν οι Lilly Christensen και η Caroline Wells.
H Lilly ήταν από την Δανία και ήταν ζωγράφος. Η Caroline ήταν Αμερικανίδα και επίσης ζωγράφος. Λάτρεψε το νησί και τα υφαντά.
Ακόμη και τώρα στην μικρή Βενετία η κυρία Νίκη έχει ένα μικρό μαγαζάκι και φτιάχνει υφαντά στον αργαλειό.
Η σαμπούνα όπως λέγεται στη Μύκονο είναι ένα παραδοσιακό όργανο που χαρακτηρίζει την κυκλαδίτικη μουσική και συναντάται σε όλες τις Κυκλάδες. Το αρχαίο αυτο όργανο είναι φτιαγμένο από δέρμα κατσίκας, κόκαλα, κέρατο και καλάμι… Είναι ένα πνευστό όργανο με πολύ χαρακτηριστικό κι ιδιαίτερο ήχο… Στην Μύκονο η σαμπούνα με τη συνοδεία από το ντουπάκι διασκεδάζει τους ντόπιους στα παραδοσιακά πανηγύρια και τις γιορτές…
Στις 16 Οκτωβρίου 1955 ένας ντόπιος ψαράς ο καπετάν Αντώνης Χαριτόπουλος τον μάζεψε από τη θάλασσα εξαντλημένο και ετοιμοθάνατο. Ήταν η πρώτη φορά που οι κάτοικοι του νησιού έβλεπαν ένα τέτοιο πλάσμα. Το τεράστιο πουλί προφανώς είχα χάσει τον δρόμο του κατά τη μετανάστευσή του. Τον υιοθέτησε ο ψαράς Θοδωρής Κυραντώνης, ο οποίος τον ονόμασε ΠΕΤΡΟ, προς τιμήν του καπετάνιου Πέτρου Δρακοπούλου που είχε χαθεί στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο, του πρόσφερε περίθαλψη και αφού είχε πια αναρρώσει ο πελεκάνος, έμεινε σταδιακά στην Μύκονο, έγινε μόνιμος κάτοικος του νησιού.
Ο Πέτρος είναι υπ’ αριθμόν ένας πολίτης της Μυκόνου. Είχε πέσει λίγα χρόνια πριν, από τον ουρανό, μικρό πουλί δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους δικούς του στο μεγάλο ταξίδι προς τον Νότο. Ήταν ένα τσουβαλάκι από κουρασμένα φτερά χωρίς καμία ελπίδα ζωής.
Η τύχη του ήταν πως τον βρήκε ο Θοδωρής, ένας αγαθός ψαράς που είχε ιδιαίτερη αγαπη και συνεννόηση με τα ζώα και το πήγε στο υπόγειο που ζούσε. Εκεί του έφτιαξε μια φωλιά σε μια κασόνα στρωμένη με χόρτο, το ζέστανε, το τάισε, του μίλησε, και σιγά σιγά το μετέτρεψε σε φτερωτό σκύλο. Όπου Θοδωρής και Πέτρος (Ο Πελεκάνος) που όσο μεγάλωνε τόσο έδειχνε πως έμοιαζε να ήταν φτιαγμένος για την Μύκονο, με την σωστή όψη και το σωστό χαρακτήρα. Κοινωνικός και ανεξάρτητος, κεφάτος και τεμπέλης αλλά όντας έτοιμος να υποδεχθεί τους ξένους και να τους ψυχαγωγήσει, τους άφηνε να τον χαϊδέψουν, στεκόταν υπομονετικά να τον φωτογραφίσουν. Η Μύκονος ήταν δική του, και τον αφήνανε να ικανοποιεί ελεύθερα μιαν ακόρεστη όρεξη για φρέσκα ψάρια που τα άρπαζε όπου ήθελε, όποτε ήθελε από τις τράτες που έφταναν στο γιαλό από τα ψαράδικα της αγοράς από τις ταβέρνες. Σοβαρός και επίσημος, ντυμένος στο κατάλευκα χρώματα του νησιού, κάπου κάπου θυμόταν πως ήταν πουλί και άνοιγε τα πελώρια φτερά του και χανόταν στον ορίζοντα, συνήθως πάνω από την Δήλο. Οι Τηνιακοί που πάντα ζηλεύανε και ζηλεύουν την Μύκονο και την ακατάληπτη γοητεία της, ζήλευαν και τον Πέτρο και μια μέρα κάνανε το μεγάλο λάθος να τον απαγάγουν – πώς ακριβώς τον πιάσανε τον βάλανε σε ένα κλουβί και τον πήρανε στην Τήνο δεν εγνώσθη ποτέ. Είπαν τότε, ότι ο Πέτρος είχε βαρεθεί την Μύκονο και ότι μόνος του είχε ζητήσει άσυλο στην Τήνο. Στις 2 Δεκεμβρίου 1985 το πτηνό πέθανε. Συγκεκριμένα χτυπήθηκε από αυτοκίνητο το Νοέμβριο του 1985, ημέρα Παρασκευή, που τον παρέσυρε κατά λάθος και μεταφέρθηκε αεροπορικώς και βαριά τραυματισμένος στην Θεσσαλονίκη όπου πέθανε. Tο πτηνό είχε χωθεί κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου και ο οδηγός έβαλε μπρος χωρίς να το αντιληφθεί. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό θανάτου του πτηνού ο Πέτρος ήταν ηλικίας 33 ετών. Το πτώμα του Πελεκάνου ταριχεύτηκε στην Θεσσαλονίκη. Έπειτα από παραγγελία του δήμου Μυκόνου. Σήμερα υπάρχουν 3 Πελεκάνοι στο νησί της Μυκόνου. ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΟΝΟΜΆΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ
Αγάπη
#Mykonos
Έμπνευση της εικαστικής εγκατάστασης των φωτογραφιών στο νησί της Μυκόνου αποτέλεσε ο αυθεντικός χαρακτήρας του νησιού και η κάποιες φορές αθέατη και άλλες εκτυφλωτική όμως πάντα πολυδιάστατη, πραγματικότητα του.
Η ιδεα βασίστηκε στην βιωματική περιήγηση στο φωτογραφικό και κινητικό υλικό των παιδιών ως μια αλληγορία των διαφορετικών επιπέδων της μυκονιάτικης εμπειρίας : όπως ο παλιός μυκονιάτης στο αλώνι του ξεκινούσε τη μέρα και γλεντούσε στο πανηγύρι της Αγ.Τριάδας στις Δήλες με την αυτοσχέδια τσαμπούνα του, ο επισκέπτης περιπλανώμενος στα σοκάκια της Χώρας ανακάλυπτε την ομορφιά του τόπου και τον Πέτρο το πελεκάνο αλλά και οι υφάντρες του νησιού κεντούσαν καλάθια, προικιά και ιστορίες με τις νεράιδες του γιαλού στα τρίστρατα του μεσημεριού, της Γιαλούδες όσο οι Πέτρες έστεκαν εκεί ακλόνητες στο φως μαρτυρώντας αιώνες γαλάζιων ανέμων.